«Έγειρα στον ώμο του σκιάχτρου μου
κι έκλαψα ευτυχισμένος.
Ευτυχισμένος, γιατί μονάχος διάλεξα
ετούτη τη μοίρα.»
Γ.Ρίτσος-Το σκιάχτρο
(1909-1990)
κι έκλαψα ευτυχισμένος.
Ευτυχισμένος, γιατί μονάχος διάλεξα
ετούτη τη μοίρα.»
Γ.Ρίτσος-Το σκιάχτρο
(1909-1990)
Ήταν κάποτε ένα σκιάχτρο που φύλαγε τα καλομποχώραφα ενός αγρότη. Καθόταν ήσυχο στον αγρό και φοβέριζε τα πεινασμένα πουλιά της πεδιάδας. Παραγεμισμένο με φρέσκο άχυρο, φάνταζε στρουμπουλό και χαρούμενο στους διαβάτες του επαρχιακού δρόμου που περνούσε μπροστά από την αγροικία του κύρη του. Όμως, την ψυχή του την κατέτρωγε ένας ανείπωτος καημός. Δεν άντεχε αυτή τη μόνιμη στασιμότητα. Πολλές φορές κοιτούσε ολόγυρά του για να βρει στον ορίζοντα την κοντινότερη βουνοκορφή. Λαχταρούσε να ξεριζωθεί από το χώμα και ν’ ανέβει στην κορυφή του αντικρινού βουνού, για να θαυμάσει τη θέα από ψηλά. Να γεμίσει η ματιά του από τον κόσμο. Συχνά, μονολογούσε δυνατά κι ονειρευόταν την ανάβαση: «Θέλω να ορίσω μόνο μου τη μοίρα μου. Ν’ ανέβω στο ψηλότερο σημείο της Γης, να είμαι κοντά στον ουρανό!»
Μια νύχτα παγερή της βαρυχειμωνιάς, ο άνεμος κρυφάκουσε την επιθυμία του σκιάχτρου. Αίφνης, δυνάμωσε την έντασή του κι άρχισε να κουνά το σκιάχτρο με σκοπό να το ξεριζώσει σαν μικρό κλαράκι στην ανεμοζάλη. Με τη βοήθεια του ανέμου, το φιλόδοξο σκιάχτρο βγήκε από τη γη και στερεώθηκε στην κάθετη βάση του. «Άνεμε, σε ευχαριστώ!», είπε το σκιάχτρο με δάκρυα στα μάτια κι αμέσως ρώτησε με αδημονία: «Μπορείς να με ωθήσεις ν’ ανέβω στο ψηλότερο βουνό;» Ο άνεμος βούιξε στη σιωπή της νύχτας και ξεκίνησε να το σπρώχνει στο μονοπάτι που οδηγούσε στην πλαγιά του βουνού. Το σκιάχτρο, γεμάτο ευγνωμοσύνη έλαμπε στο φεγγαρόφωτο, καθώς ένιωθε την ελευθερία να φουντώνει την αχυρένια του καρδιά. «Σε λίγο θα δω την πλάση από τα σύννεφα», φώναζε με λαχτάρα και ασυγκράτητη ανυπομονησία. Η πλαγιά ήταν κακοτράχαλη και απότομη. Ορθωνόταν πάνω από το κεφάλι του θεόρατη και απροσπέλαστη. Σαν μια τεράστια σκάλα που διαπερνούσε όλα τα ουράνια στρώματα. Η ανάβαση ήταν δύσκολη και το ξύλινο πόδι του χτυπούσε στους βράχους μέχρι που κόπηκε στη μέση. Όποτε κινδύνευε να πέσει στο χώμα ο άνεμος το έσπρωχνε και το ανέβαζε ψηλότερα. Λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος στο στερέωμα το σκιάχτρο βρισκόταν ήδη στην κορυφή του βουνού που ονειρευόταν. Αχόρταγο και ξέπνοο από τη συνεχή προσπάθεια, ισορρόπησε το μισοφαγωμένο πόδι του ανάμεσα σε δύο βράχους κι ετοιμάστηκε να θαυμάσει την αυγή της νέας μέρας δίπλα στα σύννεφα. Κι ήρθε η μαγική στιγμή που το φως του ήλιου έλουσε το αχυρένιο του σώμα και ο κόσμος απλώθηκε σαν πολύχρωμο χαλί στον περίγυρο των ματιών του. Θαμπώθηκε από την ομορφιά της φύσης που αντίκρισε. Είδε πανύψηλα δάση, χειμαρρώδη ποτάμια, εκτάσεις να σφύζουν από την αφθονία καλλιεργήσιμων προϊόντων, ενώ στο βάθος ξεπρόβαλε το βελούδινο γαλάζιο της θάλασσας. «Θεέ μου! Βλέπω τη γη και τον ουρανό σαν να κάθομαι στο πλάι σου», αναφώνησε με πρωτόγνωρο ενθουσιασμό. Δε χόρταινε να βλέπει την πανοραμική θέα γύρω του και όλη τη μέρα φώναζε: «Είμαι το πιο ευτυχισμένο σκιάχτρο του κόσμου!» κι η ηχώ ταξίδευε με τον άνεμο σ’ ολόκληρη την πλάση.
Έτσι περνούσαν οι μέρες και οι μήνες. Ο αχυρένιος φίλος μας αγνάντευε τον κόσμο και θαύμαζε ανατολές, ηλιοβασιλέματα και πανσελήνους από περίοπτη θέση.
Μα, μετά από έναν χρόνο, η μοναξιά και η αδράνεια έλιωναν πάλι τον ξύλινο κορμό του και η περίφημη θέα των πάντων χόλωνε το μυαλό του. «Αχ! Έμεινα πάλι στάσιμο! Δε μου αρκεί να ζω στην κορυφή του κόσμου», μεμψιμοιρούσε κάθε λίγο και λιγάκι… «Άνεμε, τα μάτια μου έφτασαν στον ουρανό, μα ικανοποίηση δε βρήκα. Δε θέλω να θωρώ τον κόσμο από ψηλά. Φύσηξε τ’ άχυρό μου και σήκωσέ με να βρεθώ ξανά στο καλαμποχώραφό μου». Ο άνεμος άκουσε τα λόγια αυτά και στροβιλίστηκε γύρω από το σκιάχτρο. Ψιθύρισε με απογοήτευση: «Είσαι στο ψηλότερο άκρο του κόσμου και θες να γυρίσεις πάλι κοντά στα κοράκια;» Μα, το σκιάχτρο δε φοβήθηκε να του απαντήσει: «Πάρε με από δω! Καλύτερα να τρομάζω τα κοράκια, παρά να κάθομαι άπραγο εδώ ψηλά!» Ο άνεμος φύσηξε με οργή και το σκιάχτρο πέταξε πάνω από τα βουνά για τελευταία φορά. Μετά από λίγο, προσγειώθηκε ορμητικά στο παλιό του λημέρι. Έχασε πολλή ποσότητα από το πυκνό αχυρένιο σώμα του και τα ρούχα του σκίστηκαν από την αγριότητα του ανέμου. Πεταμένο πάνω στο χώμα σαν παρακατιανό σακί, σήκωσε το βλέμμα του ψηλά στον ουρανό και είδε τα κοράκια να πετούν από πάνω του, λες και ήταν μια λαχταριστή ωμή λεία. Φοβήθηκε πολύ! Προσπάθησε να σταθεί όρθιο για να τρομάξει το σμήνος των άγριων πουλιών, μα δεν μπόρεσε να σηκωθεί από το χώμα. Τα κοράκια όρμησαν και ξέσκισαν τα απομεινάρια του και το άχυρο σκορπίστηκε σε όλη την πεδιάδα, σαν να ήταν η στάχτη ενός ανθρώπινου σώματος. Η μορφή του αχυράνθρωπου χάθηκε, αφήνοντας παντού τα αχυρένια ίχνη της στη σιγαλιά της φύσης. Ο άνεμος ησύχασε. Χώθηκε ήρεμος κάτω από τα δέντρα, θροΐζοντας τα φύλλα των πλατάνων στις όχθες των ποταμών. Λίγο πριν φύγει η μέρα και το φως αφήσει την πλάση, στην ψηλότερη κορυφή του κόσμου ένα μικρό άχυρο μπλέχτηκε ανάμεσα στα υγρά βρύα. Θα έμενε εκεί ακίνητο για πάντα να μαρτυρά το σημείο όπου έφτασε το σκιάχτρο, πριν παραδοθεί στην άδοξη αυτοκαταστροφή του. Η μοναδική απόδειξη ότι ένας ασήμαντος αχυράνθρωπος βρισκόταν κάποτε στο ζενίθ της ιστορίας του.
Αυτή είναι μια παραβολή για την ανθρώπινη εξέλιξη. Κάποτε πίστευα ότι η εξέλιξή μας ήταν μια νοητή ευθεία γραμμή, που ξεκινά από την εποχή των σπηλαίων και καταλήγει στην κατάκτηση των άστρων. Πόσο αισιόδοξη φαντάζει μια τέτοια αντίληψη, τη στιγμή που ο άνθρωπος βρίσκεται σε κατάσταση φρικτής παρακμής και έντονης ηθικής φθοράς… Όπως όλα δείχνουν η πορεία της ανθρώπινης ιστορίας διαγράφει μια καμπύλη γραμμή στο γράφημα των αιώνων της ύπαρξής μας. Η κορυφή της καμπύλης είναι η πεπερασμένη δόξα μας. Το ζενίθ! Το υψηλότερο σημείο της προόδου του είδους μας έχει πλέον παρέλθει. Κατακτήσαμε την κορυφή, αλλά δεν διατηρήσαμε μέσα μας την ομορφιά της κατάκτησης. Αντιθέτως, κάθε μέρα κατεβαίνουμε όλο και πιο χαμηλά, ξεχνώντας την ανύψωση, γυρίζοντας στον βούρκο της ανηθικότητας και των ζωωδών ενστίκτων. Δολοφονίες, βιασμοί, έντονη παραβατικότητα, σφοδρές εγκληματικές συμπεριφορές που μας προσγειώνουν ανώμαλα στη βάση του γραφήματος, λες και δεν υπήρξαμε ποτέ στην κορυφή. Το άχυρό μας σκορπίζεται στους πέντε ανέμους της κολάσεως και καίγεται στη φωτιά της ίδιας μας της οργής. Αναρωτιέμαι… τι να ευχηθώ για τις φετινές γιορτές; Μετά από μια χρονιά ανυπόφορου κοινωνικού ξεπεσμού, τι όνειρα να κάνω για να βγάλω την ελπίδα από την άβυσσο; Αισθάνομαι αηδία και αποστροφή για την κατάντια του είδους μας. Τι απέγιναν οι αιώνες της δημιουργίας και της ανάπτυξης των ηθών, των τεχνών και των δικαιωμάτων μας; Γίναμε σκιάχτρα που αποποιηθήκαν τη φύση τους. Αχυράνθρωποι που κάποτε έζησαν στο ζενίθ των δυνατοτήτων τους. Οι μεγάλες ιδέες έγιναν τερατώδεις πράξεις που διαπράττονται με τόση ευκολία. Το άχυρό μας κείτεται στο σκοτεινό ναδίρ, σκορπισμένο από τα κοράκια του θανάτου. Ο άνεμος δε βοηθά ν’ ανέβουμε ψηλά γιατί φερθήκαμε στη μοίρα μας με αδικαιολόγητη αγνωμοσύνη. Είμαστε άψυχες υπάρξεις, δίχως αυτοσυνείδηση και τύψεις, σαν ανελέητοι στρατιώτες του σκότους.
Ψάχνω εναγωνίως μέσα μου να βρω ψυχή για να γράψω για τον κόσμο. Σαν από όνειρο, ακούω τον Θερβάντες να μιλά με την παράφρονα μορφή του αρματωμένου Δον Κιχώτη κι αγαλλιάζω: «Η πένα είναι η γλώσσα της ψυχής, κι ανάλογα με τις ιδέες της ψυχή, είναι και τα γραφόμενα». Μετά, βρίσκω παρηγοριά για τη θλίψη μου στα λόγια του Οσίου Σεραφείμ : «Εκείνος που αγαπά τον κόσμο δεν μπορεί παρά να αιχμαλωτίζεται από τη λύπη. Εκείνος που περιφρονεί τον κόσμο είναι πάντοτε χαρούμενος». Χαρούμενος από επιλογή και από άγνοια, όπως το σκιάχτρο της ιστορίας μας.
Με την προσδοκία ενός νέου Ζενίθ, ονειρεύομαι και εύχομαι καλοσύνη, αγάπη, ελπίδα, αναγέννηση των ηθών, ζεστασιά συναισθημάτων και επιστροφή στην ανοδική πορεία του είδους μας. Αγκαλιά με το σκιάχτρο μας δίπλα στα σύννεφα!
Καλές γιορτές! Χρόνια πολλά!
Θερμή παράκληση : Όσοι αναδημοσιεύετε τις αναρτήσεις μου, παρακαλώ πολύ, να βάζετε το όνομά μου ή την ονομασία του blog, ώστε να μην επαναληφθεί το φαινόμενο που βίωσα πριν από έναν χρόνο, με την οικειοποίηση των κειμένων μου. Ευτυχώς, οι περιπτώσεις αυτές είχαν καλή κατάληξη, καθώς αντιμετωπίστηκαν με ευπρέπεια και κατανόηση. Είναι μεγάλη τιμή και χαρά μου να αναδημοσιεύετε τα κείμενά μου, γιατί καταλαβαίνω ότι σας αρέσουν, όμως, κάθε λέξη που γράφω, βγαίνει από την ψυχή μου και ανήκει σε μένα. Δεν εκφραζόμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο κι αυτό μας κάνει ξεχωριστούς και μοναδικούς. Τα γραπτά μου και ο τρόπος έκφρασής μου αποτελούν την πνευματική μου ταυτότητα, γι’ αυτό το μόνο που ζητώ, είναι να αναφέρετε την πηγή όσων αναδημοσιεύετε, ως φόρο τιμής για την προσφορά μου στη γραφή. Σας ευχαριστώ, εκ των προτέρων, για την εκτίμηση και για τον σεβασμό!